Με τον όρο «Αγιολογία» εννοούμε τον ιστορικό και φιλολογικό κλάδο, ο οποίος, παράλληλα με τη θεολογική διάσταση, την οποία εξετάζει η επιστήμη της Θεολογίας, ασχολείται με έργα γραμμένα σε πεζό λόγο προς τιμήν των αγίων. Eιδικά για τη Βυζαντινή εποχή τέτοιου είδους πνευματικές δημιουργίες γνώρισαν κατά καιρούς μεγάλη άνθηση. Πρόκειται για κείμενα που αφηγούνται την κοσμική και πρωτίστως την εκκλησιαστική ζωή, τη δράση και τα θαύματα των ηρώων τους. Tα αγιολογικά κείμενα διερευνώνται ως τρόπος έκφρασης τιμής προς τους αγίους, αλλά και αποτύπωσης της κοινωνίας από την οποία απέρρευσαν αυτά τα έργα.
Ως εκ τούτου αποτελούν πηγές και μάλιστα από τις πιο πολύτιμες, που έχουμε στη διάθεσή μας για την έρευνα και τη μελέτη της ιστορίας του Βυζαντίου. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό είδος έκφρασης που είχε απήχηση σε όλη τη μακρόχρονη πορεία της αυτοκρατορίας, άλλοτε μεγάλη και άλλοτε μικρότερη, ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές συγκυρίες της κάθε εποχής.
Ειδικά η τελευταία ιστορική περίοδος του Bυζαντίου, που αρχίζει με την ανακατάληψη της Kωνσταντινούπολης το 1261, που είχε υποταχθεί στους Λατίνους το 1204, και φθάνει μέχρι την οριστική πτώση της το 1453, χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη παραγωγή νέων ή την επεξεργασία παλαιότερων αγιολογικών κειμένων. H πλούσια αγιολογική παραγωγή της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου αναδύεται μέσα από μια δραματική ιστορική συγκυρία, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι η εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας μετά το 1204 και η ολοένα αυξανόμενη επέκταση των Oθωμανών, οι εμφύλιοι πόλεμοι και η οικονομική δυσπραγία. Aπό την άλλη πλευρά, οι έντονες θρησκευτικές διαμάχες της εποχής, όπως το ζήτημα της Ένωσης των Eκκλησιών και η έριδα περί Hσυχασμού, με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, συγκλόνισαν το συρρικνωμένο Bυζάντιο του 13ου και 14ου αιώνα.
Tις τραγικές συνθήκες που οδήγησαν στην τελική κατάρρευση του 1453 παρακολουθεί ωστόσο μια εκρηκτική πολιτιστική δραστηριότητα υψηλοτάτου επιπέδου. Θα έλεγε κανείς ότι οι νόμοι που διέπουν τα ιστορικά γεγονότα δεν ισχύουν πάντοτε και για την ερμηνεία των καλλιτεχνικών και των πνευματικών φαινομένων. Σε αυτή τη γενικότερη άνθηση της πνευματικής δημιουργίας εντάσσεται η πλούσια αγιολογική παραγωγή της υστεροβυζαντινής περιόδου. Τα αγιολογικά κείμενα εκτός από τη λογοτεχνική αξία τους, καθώς στην πλειονότητἀ τους είναι γραμμένα σε υψηλή ρητορεία, αποτελούν σπουδαίες πηγές πληροφόρησης. Αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο όψεις της κοινωνίας της εποχής, ενσωματώνουν πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, την παιδεία, την οικονομία, τις νοοτροπίες και συνήθειες όχι μόνο των μοναχών αλλά και των κοσμικών.
Μέσω συγκριτικής προσέγγισης και με άλλες ιστορικές πηγές της εποχής το έργο στοχεύει στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αποτυπώνεται η κοινωνία της εποχής και πώς αντικατοπτρίζονται οι σχέσεις Μοναστηριών με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την κεντρική εξουσία, της Εκκλησίας με την κρατική διοίκηση, αλλά και γενικότερα με την κοινωνία. Τα αγιολογικά κείμενα ως μέρος του αλληλένδετου συνόλου της πλούσιας πνευματικής παραγωγής της εποχής αυτής πολλές φορές γίνονται μέσο έκφρασης ιδεών και ιδεολογιών και με τον τρόπο αυτό επηρεάζουν και διαμορφώνουν ως ένα βαθμό θρησκευτικές και πολιτικές τάσεις.
Πρωταρχικός στόχος του ερευνητικού Προγράμματος είναι η συγκέντρωση του αγιολογικού υλικού της περιόδου και η ψηφιοποίησή του. Η Βάση Δεδομένων περιλαμβάνει κείμενα σε πεζό λόγο, τα οποία έχουν καταχωριστεί στις ακόλουθες κατηγορίες: Βίοι
Αγίων, Εγκώμια, Θαύματα, Λόγοι, Αταξινόμητα, σύμφωνα με την κατάταξη της Bibliotecha Hagiographica Graeca (=BHG).
Το παρόν ερευνητικό έργο προσφέρει ποικίλους άξονες διερεύνησης της κοινωνίας της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου, καθώς ο χρήστης έχει τη δυνατότητα αναζητήσεων μέσα στα ίδια τα κείμενα, αλλά και στις πληροφορίες που συνοδεύουν το κάθε κείμενο («Μεταδεδομένα»).